- πολύπλεθρος
- και πολυπέλεθρος, -ον, Α1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.)2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πλεθρος / -πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ. δί-πλεθρος, επτα-πέλεθρος].
Dictionary of Greek. 2013.